καμφουρά

καμφουρά
βλ. καμφορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμφορά — Ουσία έντονα αρωματική, που εξάγεται από το δένδρο κιννάμωμον ή λάουρος η καμφορά (οικογένεια λαουρίδες, δικοτυλήδονα). Είναι διαδεδομένο στη νότια Κίνα, στην Ταϊβάν, στην Ινδία, στην Ιάβα και στη Σουμάτρα. Έχει αειθαλές και γυαλιστερό φύλλωμα με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”